τρυπάνι

τρυπάνι
τρυπάνι, το και τρύπανο, το
1. εργαλείο με μεταλλικό μυτερό και ελικωτό στέλεχος που περιστρέφεται και έτσι ανοίγουμε τρύπες σε ξύλα, μέταλλα κτλ., το τριβέλι.
2. παρόμοιο χειρουργικό εργαλείο για κόκαλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρυπάνι — το / τρυπάνιον, ΝΜΑ [τρύπανον] νεοελλ. 1. εργαλείο από χάλυβα με ελικωτό στέλεχος το οποίο καταλήγει σε αιχμή και χρησιμεύει στη διάνοιξη οπών σε ξύλα ή μέταλλα, τρύπανο, δράπανο 2. (κατ επέκτ.) καθετί που μοιάζει ως προς το σχήμα με το παραπάνω… …   Dictionary of Greek

  • τέρετρο — το / τέρετρον, ΝΑ ξυλουργικό εργαλείο, το τρυπάνι νεοελλ. ζωολ. εξειδικευμένο και προεξέχον όργανο σαν τρυπάνι τών θηλυκών ορισμένων υμενόπτερων εντόμων με το οποίο ανοίγουν οπές στο σώμα ζώων ή φυτών για να εναποθέσουν τα αβγά τους, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • αρίδα — η (AM ἀρίς, ίδος) 1. το τρυπάνι 2. φρ. «ηύρε η αρίδα ρόζο» (για απροσδόκητο εμπόδιο) μσν. νεοελλ. η ρίγα, ο χάρακας του μαραγκού νεοελλ. 1. η κνήμη ή το πόδι γενικότερα 2. φρ. (συνήθως με σκωπτική σημασία) «απλώνω, ξαπλώνω, τεντώνω την αρίδα μου» …   Dictionary of Greek

  • αμπελοτρύπανο — το τρυπάνι με το οποίο ανοίγουν τρύπες για το φύτεμα κλημάτων αμπέλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + τρυπάνι] …   Dictionary of Greek

  • εκτρύπημα — ἐκτρύπημα, το (Α) 1. σκόνη που δημιουργείται από το τρύπημα τού ξύλου με τρυπάνι, τα τρυπανίδια 2. τρύπα που γίνεται με τρυπάνι …   Dictionary of Greek

  • σιδηροτρύπανον — τὸ, Α τρυπάνι κατασκευασμένο από σίδηρο ή τρυπάνι με το οποίο διατρυπάται ο σίδηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + τρύπανον (πρβλ. κεφαλο τρύπανον)] …   Dictionary of Greek

  • τορογλυφεύς — έως, ὁ, Α γλύφανο ή τρυπάνι που χρησιμοποιούσαν οι κατασκευαστές αναγλύφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόρος «τρυπάνι» + γλύφω + κατάλ. εύς] …   Dictionary of Greek

  • τριβέλι — το, και τριβέλα, η, Ν 1. τρυπάνι 2. φρ. «τού έγινε τριβέλι» τού έγινε ενοχλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. τριβέλλιν < τρεβέλλιον < λατ. terebellium / terebella «τρυπάνι», κατ επίδραση τού τρύπανον] …   Dictionary of Greek

  • αεροτρύπανο — Εργαλειομηχανή που χρησιμοποιείται για να ανοίγει τρύπες κάθε διαμετρήματος με τη βοήθεια πεπιεσμένου αέρα που παρέχεται από αεροσυμπιεστή. Οι εφαρμογές του είναι ποικίλες και σε όλους τους τομείς: την οδοποιία, την υδραυλική, τη μεταλλευτική και …   Dictionary of Greek

  • αρίδι — το [αρίδα] μικρό τρυπάνι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”