τρυπάνι — το / τρυπάνιον, ΝΜΑ [τρύπανον] νεοελλ. 1. εργαλείο από χάλυβα με ελικωτό στέλεχος το οποίο καταλήγει σε αιχμή και χρησιμεύει στη διάνοιξη οπών σε ξύλα ή μέταλλα, τρύπανο, δράπανο 2. (κατ επέκτ.) καθετί που μοιάζει ως προς το σχήμα με το παραπάνω… … Dictionary of Greek
τέρετρο — το / τέρετρον, ΝΑ ξυλουργικό εργαλείο, το τρυπάνι νεοελλ. ζωολ. εξειδικευμένο και προεξέχον όργανο σαν τρυπάνι τών θηλυκών ορισμένων υμενόπτερων εντόμων με το οποίο ανοίγουν οπές στο σώμα ζώων ή φυτών για να εναποθέσουν τα αβγά τους, αλλ.… … Dictionary of Greek
αρίδα — η (AM ἀρίς, ίδος) 1. το τρυπάνι 2. φρ. «ηύρε η αρίδα ρόζο» (για απροσδόκητο εμπόδιο) μσν. νεοελλ. η ρίγα, ο χάρακας του μαραγκού νεοελλ. 1. η κνήμη ή το πόδι γενικότερα 2. φρ. (συνήθως με σκωπτική σημασία) «απλώνω, ξαπλώνω, τεντώνω την αρίδα μου» … Dictionary of Greek
αμπελοτρύπανο — το τρυπάνι με το οποίο ανοίγουν τρύπες για το φύτεμα κλημάτων αμπέλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + τρυπάνι] … Dictionary of Greek
εκτρύπημα — ἐκτρύπημα, το (Α) 1. σκόνη που δημιουργείται από το τρύπημα τού ξύλου με τρυπάνι, τα τρυπανίδια 2. τρύπα που γίνεται με τρυπάνι … Dictionary of Greek
σιδηροτρύπανον — τὸ, Α τρυπάνι κατασκευασμένο από σίδηρο ή τρυπάνι με το οποίο διατρυπάται ο σίδηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + τρύπανον (πρβλ. κεφαλο τρύπανον)] … Dictionary of Greek
τορογλυφεύς — έως, ὁ, Α γλύφανο ή τρυπάνι που χρησιμοποιούσαν οι κατασκευαστές αναγλύφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόρος «τρυπάνι» + γλύφω + κατάλ. εύς] … Dictionary of Greek
τριβέλι — το, και τριβέλα, η, Ν 1. τρυπάνι 2. φρ. «τού έγινε τριβέλι» τού έγινε ενοχλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. τριβέλλιν < τρεβέλλιον < λατ. terebellium / terebella «τρυπάνι», κατ επίδραση τού τρύπανον] … Dictionary of Greek
αεροτρύπανο — Εργαλειομηχανή που χρησιμοποιείται για να ανοίγει τρύπες κάθε διαμετρήματος με τη βοήθεια πεπιεσμένου αέρα που παρέχεται από αεροσυμπιεστή. Οι εφαρμογές του είναι ποικίλες και σε όλους τους τομείς: την οδοποιία, την υδραυλική, τη μεταλλευτική και … Dictionary of Greek
αρίδι — το [αρίδα] μικρό τρυπάνι … Dictionary of Greek